Μεγάλο και
γυαλιστερό σαν το μαχαίρι της κουζίνας, το τρένο των οκτώ έκοβε από κάτω μας τη
γη στα δύο. Σου κράτησα το χέρι ανόρεχτα - όσο να βλέπουν τα παιδιά- και
ανέβηκα στη γέφυρα, μήπως προφτάσουμε τη σκόνη από τον τελευταίο ανασασμό του,
πριν χαθεί. Φοβάμαι πως απόψε - έπειτα από χρόνια πολλά- θα κάνουμε έρωτα. Σαν
μωρό θα σε γδύσω, κι εκεί στον καναπέ που θα' σαι ξαπλωμένη, με την τηλεόραση
να φέγγει μπλε στα στήθη σου, και τις φωτογραφίες των παιδιών επάνω στον
μπουφέ, θα μπω με βία μέσα σου, σαν να ξεσπάω. Θα τρίβεται το ύφασμα στις
πλάτες μας και θα ματώσουμε για λίγο κι ίσως τελειώνοντας να κλάψεις: τα παιδιά
που έφυγαν, το δέρμα σου που χάλασε, για τ' άσπρα σου μαλλιά κι εμένα πού,
φοβάμαι, θα σου πω στα ψέματα ότι ακόμη σ' αγαπάω.
Ούρσουλα
Φώσκολου, το κήτος