η καρδια μου ειναι ενα αντικειμενο απο λαστιχο συμπαγες. εχει μεσα δυο οδυνηρα αναξια γυαλινα καρφια. παιρνω αυτο τ'αντικειμενο, κι' ενω μ' αντιστεκεται με χερια και ποδια, κατορθωνω, μολις και με βια, να το κρυψω μεσα στο συρταρι οπου φυλαω, κρυφα, λογια και ιστοριες απο το χωριο των ποδηλατων. δε φοβαμαι ουτε τη φαλλοφορο παρθενο ουτε τον ανθρωπο με τα γουνινα ματια που ανεβοκατεβαινει τη σκοτεινη σκαλα. γνωριζω απο παιδι τον καθρεφτη των λουλουδιων. τραγουδω τις δοξες των οδοστρωτηρων, λεω τους αγνους ψαλμους των μπουκαλιων, ενω η χαρτινη κουκουβαγια μου λεει ισια μεσα στ' αυτι- με το χωνι της- τη λεξη "ξενη".
[ν. εγγονοπουλος , μην ομιλειτε εις τον οδηγον, 1938]
[ν. εγγονοπουλος , μην ομιλειτε εις τον οδηγον, 1938]